- ἀντίρρους
- ἀντίρρους, ουν,A flowing directly opposite to,
Νείλῳ Str.11.2.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νείλῳ Str.11.2.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντίρρους — ἀντίρρους, ουν κ. οος, οον) (Α) αυτός που ρέει προς την αντίθετη κατεύθυνση … Dictionary of Greek